- σκύλαρος
- [скиларос] ουσ. а. большая собака,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σκύλαρος — ο, Ν (μεγεθ τ.) πολύ μεγάλος σκύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + μεγεθ. κατάλ. αρος (πρβλ. ποντίκ αρος)] … Dictionary of Greek